ἀγχίλωψ, (-ωπος), ο (Α)αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη του ματιού.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνότο «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση του συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. της λ. είναι μάλλον το ἄγχω.