αδιαφιλονίκητος
Greek Monolingual
-η, -ο διαφιλονικώ
1. αυτός που δεν τον διαμφισβήτησε κανείς («αδιαφιλονίκητη αλήθεια»)
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αμφισβητεί, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αναμφισβήτητος («αδιαφιλονίκητα προσόντα»).
-η, -ο διαφιλονικώ
1. αυτός που δεν τον διαμφισβήτησε κανείς («αδιαφιλονίκητη αλήθεια»)
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αμφισβητεί, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αναμφισβήτητος («αδιαφιλονίκητα προσόντα»).