ἀεξίβιος, -ον (Α)αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + βίος.