αεριοβόλος

Greek Monolingual

-ο
1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια
συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί του χαρακτηρισμού αεροβόλος
2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο
όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση του βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο).