ακάθαρτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάθαρτος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος
2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος
3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος
4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί
5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο ακαθάριστος
6. (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον πνεύμα» — ο διάβολος
(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το κρέας του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το βάπτισμα, ο αβάφτιστος (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)
2. (για γυναίκα) εκείνη που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει καθαρθεί με ειδική τελετουργία
2. (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο
3. (για γυναίκα) αυτή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην εμμηνορρυσία
4. (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + καθαρτός < καθαίρω.
ΠΑΡ. ακαθαρσία
αρχ.
ἀκαθαρτίζομαι.
ΣΥΝΘ. ακαθαρτοφαγία].