Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ακροκέραμος
Greek Monolingual
ο και ακροκέραμο, το κεραμίδι ειδικού σχήματος που τοποθετείται στις άκρες της στέγης ή τις γωνίες τών αετωμάτων για διακοσμητικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ακρο- (Ι) +κέραμος.