ακροκέραμος

Greek Monolingual

ο και ακροκέραμο, το
κεραμίδι ειδικού σχήματος που τοποθετείται στις άκρες της στέγης ή τις γωνίες τών αετωμάτων για διακοσμητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + κέραμος.