ἀκροκόρυμβος, -ον (Α)1. (το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκροκόρυμβα) τα ακροστόλια τών πλοίων2. πληθ. αρσ. τα άκρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + κόρυμβος, «το ανώτατο σημείο, η κορυφή, το τέλος»].