τοτο αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνινεοελλ.στον πληθ. τα αλωνοτόπιατοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. του ουσ. τόπος.