αναγκεμένος
Greek Monolingual
-η, -ο αναγκεύω
1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός
2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος
3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.
-η, -ο αναγκεύω
1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός
2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος
3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.