αναιδής

Greek Monolingual

-ες (Α ἀναιδής)
αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης
αρχ.
1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές
αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰδώς.
ΠΑΡ. αναίδεια
αρχ.
ἀναιδίζομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ.. ἀναιδομάχας
νεοελλ.
αναιδολογία].