ανακοινώσιμος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μπορεί ή αξίζει να ανακοινωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοίνωση(-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].
-η, -ο
αυτός που μπορεί ή αξίζει να ανακοινωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοίνωση(-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].