αναρρωτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].