ανδρόκμητος

Greek Monolingual

ἀνδρόκμητος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κμητος < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»].