ανισομήκης
Greek Monolingual
-ες (Α ἀνισομήκης)
1. αυτός που δεν έχει ίδιο μήκος με άλλον
2. εκείνος που αποτελείται από μέρη με άνισα μήκη.
-ες (Α ἀνισομήκης)
1. αυτός που δεν έχει ίδιο μήκος με άλλον
2. εκείνος που αποτελείται από μέρη με άνισα μήκη.