Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αντίδωρο
Greek Monolingual
το (AM ἀντίδωρον) μσν.-νεοελλ.τεμάχιο ευλογημένου άρτου που μοιράζουν οι ιερείς στους εκκλησιαζόμενους στο τέλος της θείας Λειτουργίας αρχ.-μσν. αυτό που δίνεται ως αντίδωρεά.