αντίκρυσμα

Greek Monolingual

το αντικρύζω
1. κατά πρόσωπο συνάντηση
2. αντιμετώπιση
3. θέα, κοίταγμα
4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις
5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα
κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία.