αντιπαράσταση

Greek Monolingual

η (AM ἀντιπαράστασις)
η εξέταση μαρτύρων συγχρόνως με άλλους μάρτυρες ή με τον κατηγορούμενο
αρχ.-μσν.
(Ρητορ.) η αποδοχή ενός επιχειρήματος, αλλά με μια ουσιώδη διάκριση, διασάφηση
αρχ.
η έμμεση απάντηση.