ανυπολόγιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ή είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδαμάντιο Κοραή].