αποκτώ

Greek Monolingual

κ. -χτώ (Μ ἀποκτῶ, -άω)
κάνω κτήμα μου κάτι
νεοελλ.
αποκτώ παιδί, γεννώ
μσν.
γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι.