απολυτίκιο
Greek Monolingual
το (AM ἀπολυτίκιον, μσν. κ. -τίκιν)
τροπάριο που ψάλλεται στη μνήμη αγίου ή εορτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όπως το απολυτική επιστολή του μεσαίωνα έγινε αργότερα απλώς απολυτική, έτσι και το απολυτικός ύμνος, δηλ. ο ύμνος που ψαλλόταν κατά την λήξη της λειτουργίας, έγινε απλώς απολυτικός. Από το ουσιαστικοποιημένο αυτό απολυτικός σχηματίστηκε το απολυτίκιον (πρβλ. αποστολικός > αποστολίκιον κ.ά.) (Ανθ. Παπαδόπουλος, «Αθηνά» 40)].