αποπέμπω

Greek Monolingual

(AM ἀποπέμπω) πέμπω
νεοελλ.
1. απομακρύνω, διώχνω
2. δίνω διαζύγιο, χωρίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω πίσω
μσν.
1. εκσφενδονίζω, ρίχνω
2. (για προσευχή) αναπέμπτω, στέλνω
3. (για οσμή) αναδίνω
αρχ.
1. χωρίζω, απολύω, ξεφορτώνομαι
2. φέρνω στο φως, αποκαλύπτω
3. απαλλάσσομαι
4. (-ομαι) αποτρέπω με θυσίες, εξορκίζω.