(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)νεοελλ.μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλημσν.απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτιαρχ.1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.