αποτμήγω

Greek Monolingual

ἀποτμήγω (Α)
(επικ. τ. του αποτέμνω) αποκόπτω, αποχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τμήγωκόπτω, σχίζω»), συνηθέστ. συνθ. με τις προθ. από και διά].