αργυρένδετος

Greek Monolingual

ἀργυρένδετος, -ον (Α)
ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»].