αργυροτρώκτης

Greek Monolingual

ἀργυροτρώκτης, ο (Α)
αυτός που τρώει άργυρο, παραδόπιστος, πλεονέκτης (επίθ. του Ιούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τρώκτης < τρώγω.