αριστερόστροφος

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].