αρπάγδην

Greek Monolingual

ἁρπάγδην επίρρ. (Α)
αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ-του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) -δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.].