αρπαγμός

Greek Monolingual

ο (AM ἁρπαγμός) αρπάζω
1. η αρπαγή
2. κάτι που αποκτά κανείς τυχαία (πρβλ. άρπαγμα)
3. προνόμιο, βραβείο
4. κάτι το οποίο σφετερίζεται κανείς
αρχ.
1. η ληστεία
2. τα λάφυρα, η λεία.