αρπαξάνδρα

Greek Monolingual

ἁρπαξάνδρα, η (Α)
(για τη Σφίγγα) αυτή που αρπάζει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ + ουσ. ανήρ (ανδρός)].