αρπαξιά

Greek Monolingual

η
η αρπαγή, η αφαίρεση ξένου πράγματος («μαζώματα της αρπαξιάς», Παλαμάς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αορ.) άρπαξα του ρ. αρπάζω + (κατάλ.) -ιά].