ηη λατρεία, ο υπέρμετρος θαυμασμός της κλασικής αρχαιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + λατρεία < λατρεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].