αρχαιολογώ

Greek Monolingual

ἀρχαιολογῶ (-έω) (Α)
1. μιλώ για πράγματα αρχαία ή ξεχασμένα και ασαφή
2. αρχαΐζω
3. «ἱστορία ἀρχαιολογουμένη» — ιστορία που εξετάζεται κυρίως από την αρχαιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογώ (-έω) < λόγος < λέγω.