αρχαιολόγος

Greek Monolingual

ο, η (Μ ἀρχαιολόγος)
νεοελλ.
αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας
μσν.
εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λόγος < λόγος < λέγω.