Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρχαιομάθεια
Greek Monolingual
η 1. η γνώση της αρχαιότητας 2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ.<αρχαίος+ -μάθεια< -μαθής<μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα].