αρχαιομαθής

Greek Monolingual

-ές
αυτός που γνωρίζει καλά τον αρχαίο κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον θ. Αφεντούλη].