αρχιτεχνίτης
Greek Monolingual
ο
1. ο επικεφαλής ομάδας τεχνιτών, ο πρωτομάστορας
2. «αρχιτεχνίτης υλικού πολέμου» — ειδικότητα του Στρατού Ξηράς (επικεφαλής σε πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς κ.λπ.).
ο
1. ο επικεφαλής ομάδας τεχνιτών, ο πρωτομάστορας
2. «αρχιτεχνίτης υλικού πολέμου» — ειδικότητα του Στρατού Ξηράς (επικεφαλής σε πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς κ.λπ.).