-η, -ο1. αυτός που έχει λευκό πρόσωπο2. μτφ. ο απόλυτα τίμιος, ο ενάρετος3. αυτός που βγήκε άθικτος από κάποια δοκιμασία4. φρ. «μ' έβγαλε ασπροπρόσωπο» — η επιτυχία του σε κάποιο έργο δικαίωσε την εμπιστοσύνη που έτρεφα για την ικανότητα του.