ασπροπρόσωπος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει λευκό πρόσωπο
2. μτφ. ο απόλυτα τίμιος, ο ενάρετος
3. αυτός που βγήκε άθικτος από κάποια δοκιμασία
4. φρ. «μ' έβγαλε ασπροπρόσωπο» — η επιτυχία του σε κάποιο έργο δικαίωσε την εμπιστοσύνη που έτρεφα για την ικανότητα του.