Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ατράφαξις
Greek Monolingual
η [Α ἀτράφαξις και -ξυς, (-έως)] το φαρμακευτικό φυτόατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplexείναιδάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα].