αφομοίωση

Greek Monolingual

η (AM ἀφομοίωσις)
το να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο των λειτουργικών διαδικασιών, χάρη στις οποίες μια βιολογική ενότητα, κύτταρο ή οργανισμός μετασχηματίζει σε δικά του συστατικά τις ξένες θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνει από το εξωτερικό περιβάλλον
2. (δημ. δίκ.) η επέκταση της νομοθεσίας ενός κράτους σε κάποια περιοχή που προσαρτά με βαθμιαία κατάργηση των αντίστοιχων διατάξεων που ίσχυαν εκεί μέχρι τότε
3. εθνολ. η διαδικασία με την οποία άτομα ή ομάδες με διαφορετική εθνική κληρονομιά απορροφώνται από τον κυριαρχούντα πολιτισμό μιας κοινωνίας
4. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο δύο ανόμοιοι φθόγγοι τείνουν να καταστούν ταυτόσημοι ή να προσλάβουν κοινά χαρακτηριστικά ύστερα από επίδραση του ενός στον άλλο.