αύω

Greek Monolingual

(I)
αὔω (Α)
ανάβω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του
πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και καθαύσαι «αφανίσαι» (Ησύχ.), πράγμα που αποδεικνύει πιθ. ότι πρόκειται για υστερογενή σημασία και ότι το ρ. αύω προήλθε από αύσω ή αύσyω και ανάγεται στη ρίζα aus- «αντλώ». Κανονικά δηλ. πρέπει να υπήρξε ρ. αύω «αντλώ» < αύσω με πρόληψη της δασύτητας (πρβλ. και καθαύσαι), το οποίο υπέστη ψίλωση και συνδέεται με λατ. hauriō «αντλώ» (με υστερογενές h-), με αρχ. ισλ. ausa «αντλώ» κ.λπ. Επίσης δεν αποκλείεται να συγγενεύει με το ρ. αφύσσω «αντλώ»].
(II)
αὔω (Α)
1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
2. (για πράγματα) ηχώ, βροντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. άγνωστης ετυμολ., που απαντά κυρίως στον Όμηρο και σπανιότερα στους Τραγικούς (Αισχύλ., Σοφ.) Πρόκειται για εκφραστικό τ., που θα πρέπει να οφείλεται σε ηχομιμητικό σχηματισμό, ενώ δεν αποκλείεται η ετυμολογική συνάφεια της λ. με τα ιυγή «κραυγή, φωνή», ιύζω «κραυγάζω, βοώ»].
αὕω (Α)
ξηραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και οφείλεται πιθ. σε αρχαίο μετονοματικό σχηματισμό από τ. αύος. Μπορεί ακόμη να συσχετισθεί με το αφαύω «(απο)ξηραίνω» (Αριστοτ.) και πιθ. με το προσαύω «ανάβω, (προσ)καίω» (Σοφ.)].