αἰδεστικός

English (LSJ)

αἰδεστική, αἰδεστικόν, modest, shamefaced, τὸ αἰ. Sch.E. Hipp.345.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 púdico Sch.Pi.O.13.163e
subst. τὸ αἰ. Sch.E.Hipp.345D.
2 adv. -ῶς púdicamente, Gloss.2.164.

Greek (Liddell-Scott)

αἰδεστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αἰδημοσύνην, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 345.

German (Pape)

schamhaft, Schol. Eur. Hipp. 348.