v. βάριον.
-ων, οἱcarneros Hsch.• Etimología: Por Ϝαρ-: v. n. pr. Ϝάριχος IG 14.668.1.17 (Tarento); cf. ἄριχα, βάριον.
Meaning: ἄρνες H.See also: S. ἀρήν.
βάριχοι: {bárikhoi}Meaning: ἄρνες H.See also: S. ἀρήν.Page 1,220