βάφτισμα

Greek Monolingual

το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν)
το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας
νεοελλ.
1. η χάρη που μεταδίδεται με το μυστήριο του βαπτίσματος
2. το μύρο με το οποίο χρίεται ο βαπτιζόμενος
3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε πολεμικές ή άλλες επιχειρήσεις («το βάφτισμα της φωτιάς», «το βάπτισμα του πυρός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάφτισμα < βάπτισμα < βαπτίζω.