η1. σύγχυση, οχλαγωγία2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνίακλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ. Βαβυλών) < (εβρ.) Bābel «σύγχυση» (βλ. λ. Βαβέλ)].