βαρδαμάνα

Greek Monolingual

η
1. η βαρδαζέντα
2. σκοινί στο οποίο κρέμονται τα σωσίβια
3. πάνινο γάντι χωρίς δάχτυλα που το χρησιμοποιούν όταν ράβουν τα ιστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) varda mano].