βαρυαλγής
English (LSJ)
βαρυαλγές, grievously suffering, Orph. H. 69.7. = βαρυάλγητος (very grievous), νοῦσος Epigr.Gr. 228 (Ephesus), 803 (Delos).
Spanish (DGE)
(βᾰρῠαλγής) -ές
que provoca graves sufrimientos las Erinis, Orph.H.69.7, νοῦσος IEphesos 2101.3 (I d.C.), ID 2388.3, dud. en ICr.2.23.22.1 (Polirrenia I a.C.), pero v. βαρυαλκής.
German (Pape)
[Seite 433] ές, 1) schwer leidend, Orph. H. 68, 7. – 2) schwere Leiden verursachend, νοῦσος Ep. ad. 162. 736 (App. 269. 321).
Russian (Dvoretsky)
βᾰρῠαλγής: мучительный (νοῦσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυαλγής: -ές, ὁ βαρέως ὑποφέρων, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 7.
Greek Monolingual
βαρυαλγής (-οῦς), -ές (AM)
1. αυτός που νιώθει βαρύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
2. εκείνος που προξενεί βαρύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -αλγής < άλγος].
Greek Monotonic
βᾰρῠαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που υποφέρει βαριά· βαρυαλγὴς νοῦσος = το επόμ., σε Ανθ.
Middle Liddell
ἄλγος = βαρύαγλητος, Anth.]