βαρύσωμος

English (LSJ)

βαρύσωμον, heavy in body, Sch.Pi.N.8.41.

Spanish (DGE)

-ον robusto Sch.Pi.N.8.41c.

German (Pape)

[Seite 435] schwerleibig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύσωμος: -ον, ὁ βαρὺς τὸ σῶμα, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 8. 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρύσωμος, -ον)
αυτός που έχει βαρύ σώμα, ο σωματώδης.