βατηρία

English (LSJ)

Ion. βατηρίη, ἡ, = βακτηρία, Herod.8.60.

Spanish (DGE)

(βᾰτηρία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Herod.8.60
bastón τῇ βατηρίῃ κόψω Herod.l.c., Hsch., cf. βακτηρία.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, = βακτηρία, Herodes bei Schol. Nic. Th. 377.

Greek (Liddell-Scott)

βατηρία: ἡ, = βακτηρία, Ἡρώδης ἐν Σχολ. Νικ. Θ. 377, Ἡσύχ.