βιβλιαρίδιον
English (LSJ)
τό, = βιβλαρίδιον, Gal.16.5.
Spanish (DGE)
English (Strong)
a diminutive of βιβλίον; a booklet: little book.
Greek Monolingual
βιβλιαρίδιον, το (AM)
μικρό βιβλίο.
French (New Testament)
ου (τὸ) petit livre
βιβλιάριον
τό, = βιβλαρίδιον, Gal.16.5.
a diminutive of βιβλίον; a booklet: little book.
βιβλιαρίδιον, το (AM)
μικρό βιβλίο.
ου (τὸ) petit livre
βιβλιάριον