Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βιβλιοκλόπος
Greek Monolingual
ο 1. αυτός που παρουσιάζει βιβλία άλλων σαν δικά του 2. ο κλέφτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ.<βιβλίο(ν) + -κλόπος<κλοπή ή κλοπός (<κλέπτω) (πρβλ. αγγλ. biblioklept). Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Γρηγ. Ξενόπουλο στην εφημερίδαΆστυ].